- ὄκνος
- ὄκνοςshrinkingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek
οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek
οκνός — ή, ό νωθρός, απρόθυμος, αμελής, αργοκίνητος, ακαμάτης, οκνηρός, τεμπέλης: Οκνή νοικοκυρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») … Dictionary of Greek
ὄκνοι — ὄκνος shrinking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκνοις — ὄκνος shrinking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκνον — ὄκνος shrinking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκνου — ὄκνος shrinking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκνους — ὄκνος shrinking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκνων — ὄκνος shrinking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)